- διανάστασις
- διανάστασις (-εως), η (Α) [ανάστασις]1. το να σηκωθεί κάποιος από τη θέση του και να αποχωρήσει2. αναστάτωση3. πληθ. μεταστάσεις, μεταβολές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διανάστασις — rising up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσεις — διανάστασις rising up fem nom/voc pl (attic epic) διανάστασις rising up fem nom/acc pl (attic) διαναστά̱σεις , διανίσταμαι aor subj act 2nd sg (epic doric) διαναστά̱σεις , διανίσταμαι fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσεσι — διανάστασις rising up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσεσιν — διανάστασις rising up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσης — διανάστασις rising up fem nom/voc pl (doric aeolic) διαναστά̱σης , διανίσταμαι aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανάστασιν — διανάστασις rising up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσεως — διαναστάσεω̆ς , διανάστασις rising up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαναστάσῃ — διαναστάσηι , διανάστασις rising up fem dat sg (epic) διαναστά̱σῃ , διανίσταμαι aor part act fem dat sg (attic epic ionic) διαναστά̱σῃ , διανίσταμαι aor subj mid 2nd sg (doric) διαναστά̱σῃ , διανίσταμαι aor subj act 3rd sg (doric) διαναστά̱σῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)